ΤΟΛΜΗΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
«Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ» (ένα απόσπασμα) Το πρωί, όταν γλυκοχάραξε, μπήκε χλωμό φως από το παράθυρο και ξύπνησε τον μοναχό Ιωάννη. Κοίταξε γύρω. Η γυναίκα, κοιμισμένη ανάσκελα, είχε ξεσκεπαστεί. Το νυχτικό σηκωμένο, τυλιγμένο πάνω από τη μέση της, άφηνε στο μικρό φως να φέγγουν οι μηροί και η άσπρη κοιλιά της. Μαύριζε η ήβη, πολύ δυνατή. Ο καλόγερος σηκώθηκε αθόρυβα και πλησίασε τη γυναίκα. Πολύ κοντά. Έσκυψε, όπως προσκυνάνε. Σαν σκύλος οσφράνθηκε την οσμή της. Ένιωσε να τον πλημμυρίζει ένας πόθος αβάσταχτος σαν πόνος. Η πρώτη από το βάθος της μνήμης στύση, τον έκανε να υψωθεί, να αναληφθεί, να υπερίπταται. Και ο μοναχός Ιωάννης που είχε από καιρό χάσει τον Θεό, που χρόνια τώρα προσευχόταν, αγρυπνούσε και νήστευε μηχανικά χωρίς να πιστεύει, ξαναβρήκε το ιερό δέος.